κλάσεως

κλάσεως
κλάσεω̆ς , κλάσις
breaking
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλάση — η (Α κλάσις) [κλώ] θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα, τεμαχισμός («πάσας δὲ κλάσεις καὶ διαφορὰς τῶν κύκλων ἐμποιεῖν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, ομάδα, κατηγορία 2. βιολ. μονάδα βιολογικής… …   Dictionary of Greek

  • Μανζού, Αντόλφ — (Adolphe Menjou, Πίτσμπουργκ 1890 – Μπέβερλι Χιλς, Καλιφόρνια 1963). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Έγινε γνωστό αμέσως μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, δημιουργώντας τον ρόλο του κομψότατου bon viveur, του τυχοδιώκτη υψηλής κλάσεως, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”